ἀπομαραίνω

ἀπομαραίνω
ἀπομᾰρ-αίνω,
A cause to waste away,

αἱ συλλήψεις ἀ. τὰ σώματα Sor. 1.30

, cf. Chor.p.22 B.;

τὴν ἀκμὴν τῶν αἰσθήσεων Callistr.Stat. 2

;

ἡδονὰς τὰς τὸ θυμοειδὲς -ούσας Philostr.VA7.4

; obliterate from memory, Chor.Milt.19:—[voice] Pass., waste, wither away, die away,

ἡ ῥητορικὴ ἐκείνη ἀ. Pl.Tht.177b

;

αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀ. Id.R.328d

; of a tranquil death, X.Ap.7, cf. Plu.Num.21; of comets,

ἀπομαρανθέντες κατὰ μικρπὸν ἠφανίσθησαν Arist.Mete.343b16

; of wind, die down, ib.367b11;

ἡ φύσις ἀ. Ocell.1.12

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απομαραίνω — (AM ἀπομαραίνω) μαραίνω εντελώς αρχ. Ι. μειώνω, ελαττώνω II. ( ομαι) 1. πεθαίνω ήρεμα 2. (για κομήτες) σβήνω βαθμιαία …   Dictionary of Greek

  • απομαραίνω — ανα, άθηκα, αμένος, μαραίνω τελείως, αποξεραίνω: Άφησες τα λουλούδια απότιστα κι απομαράθηκαν. Ουσ. απομάρανση, η και απομάραμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”